ἐπιστήμη

ἐπιστήμη
ἐπιστήμη, ης, ἡ (s. ἐπίσταμαι; Soph., Thu.+; Epict.; Vett. Val. 211, 18; Herm. Wr. 4, 6; 10, 9 ἐπιστήμη δῶρον τ. θεοῦ; PFay 106, 22; POxy 896, 5; LXX, En; PsSol 2:33; JosAs 4:9; AssMos Fgm. e; Philo; Just., Tat., Ath.) the possession or gaining of knowledge with focus on understanding aspects of the knowledge acquired, understanding, knowledge (w. σοφία, σύνεσις, γνῶσις [Aeneas Tact. 580 μετὰ ξυνέσεως κ. ἐ.]; Just., D. 3, 5 ἐ. τίς ἐστιν ἡ παρέχουσα αὐτῶν τῶν ἀνθρωπίνων καὶ τῶν θείων γνῶσιν;) B 2:3; 21:5. As a Christian virtue Hv 3, 8, 5; 7 (cp. Cebes 20, 3.—For the relationship between πίστις and ἐπιστήμη s. Simplicius in Epict. p. 110, 35ff τὸ ἀκοῦσαι παρὰ θεοῦ ὅτι ἀθάνατός ἐστιν ἡ ψυχή, πίστιν μὲν ποιεῖ βεβαίαν, οὐ μέντοι ἐπιστήμην. εἰ δέ τις ἀξιοῦται παρὰ θεοῦ καὶ τὰς αἰτίας μανθάνειν … =when someone hears from God [through the mediation of a μάντις] that the soul is immortal, that creates, to be sure, a firm faith, but not knowledge. But when someone is considered worthy by God of learning the causes as well … [then ἐπιστήμη puts in its appearance]). ἔπαινος ἐπιστήμης Phil 4:8 v.l.—DELG s.v. ἐπίσταμαι. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Επιστήμη —         (episteme) (греч.) знание (точное); наука. Достоверное знание.         см. Мнение и знание. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ἐπιστήμη — acquaintance with fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστήμῃ — ἐπιστήμη acquaintance with fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

  • επιστήμη — η 1. πλήρης και ακριβολογημένη γνώση ορισμένων θεμάτων. 2. σύνολο γνώσεων που αναφέρονται σε ορισμένο κύκλο φαινομένων και που υπάγονται σε γενικούς νόμους, καθώς και η μεθοδική έρευνα αυτών των φαινομένων: Θετικές επιστήμες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • εικονολογία — Επιστήμη μελέτης της εικονογραφίας. Ο όρος ε. αναφέρεται για πρώτη φορά στο ομότιτλο βιβλίο του Τσέζαρε Ρίπα (Ρώμη, 1593), παρότι εκεί η λέξη έχει την έννοια της φανταστικής δημιουργίας συμβόλων, εικόνων ή προσωποποιήσεων. Η σύγχρονη επιστήμη της …   Dictionary of Greek

  • φαρμακολογία — Επιστήμη που μελετά τις ουσίες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν λειτουργικές μεταβολές στα κύτταρα και στους οργανισμούς. Η φ. δεν περιορίζεται στη μελέτη των θεραπευτικών ουσιών, αλλά επεκτείνει το ενδιαφέρον της και στα δηλητήρια και στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”